Λαικό παραμύθι από τη Λέρο
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια σε ένα χωριό και είχε ένα παλικαράκι. Δίπλα τους έμενε μια άλλη οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα παιδιά μεγαλώνανε μαζί, πήγαιναν στο σχολείο μαζί, παίζανε μαζί, γράφανε μαζί, ήταν αγαπημένα. Ήτανε το Νικολάκη και η Μαρία. Το κοριτσάκι ήταν τόσο όμορφο που την λέγανε <<πεντάμορφη>>. Κάθε Κυριακή, οι μαμάδες τους τα έντυναν με τα καλά τους, να πάνε στην εκκλησία.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, είπαν στους γονείς τους: << Εμείς θα πάμε στο βουνό, να μαζέψουμε ξυλάκια, να τα φέρουμε, να τα έχουμε για τις κρύες μέρες του χειμώνα και να ανάβουμε το τζάκι μας, να μην κρυώνουμε>>. Οι γονείς τους δεν ήθελαν να πάνε μόνα τους, γιατί εκεί κοντά σε ένα βουνό πάνω, ζούσαν σαράντα δράκοι! Όσους περνούσαν από εκείνο το μέρος, τους κατάφερναν, τους παίρναν στον πύργο, τους έβαζαν μέσα στο καζάνι, τους μαγείρευαν και τους τρώγανε. Τα παιδιά όμως επιμένανε και η μάνα και ο πατέρας τους είπαν: <<Καλά, να πάτε, αλλά να μην περάσετε ψηλά από το βουνό, όπου είναι ο πύργος με τους σαράντα δράκους, γιατί θα σας φάνε!>>. Τα παιδιά διαβεβαίωσαν ους γονείς τους, ότι δεν θα περάσουν από εκεί.
Ξεκινάνε λοιπόν, το πρωί, πάνε στο βουνό, μαζεύουν τα ξυλαράκια, τα ετοιμάζουν αλλά, σαν παιδιά που ήταν, είχαν την περιέργεια να δουν, πως ήταν ο πύργος με τους σαράντα δράκους! Φτάνουν έξω από τον πύργο κα ι ο Νικόλας λέει της Μαρίας: << Να χτυπήσουμε την πόρτα, να μας δώσουν λίγο νεράκι;>> Χτύπησε λοιπόν την πόρτα κι ανοίγει η μάνα δράκαινα. Σαν μάνα που ήταν, ήταν πολύ καλή γυναίκα.
<< Τι θέλετε>>, τους λέει, <<παιδιά μου εδώ;>> Ούτε πουλί πεταμένο δεν έρχεται εδώ όχι εσείς που είστε παιδάκια! Τι θέλετε;>><<Πήγαμε, μαζέψαμε ξυλαράκια και θέλουμε λίγο νεράκι να πιούμε>>. << Ελάτε γρήγορα, γρήγορα, να σας δώσω νεράκι, να το πιείτε και αμέσως να φύγετε γιατί θα ‘έρθουν τα παιδιά μου, οι σαράντα δράκοι. Και αυτοί μόλις έρχονται κοντά, τρίζει η γη, τρίζουν τα βουνά! Είναι κακοί! Σφάζουν τα παιδάκια, τους ανθρώπους και τους τρώνε!>>
Τέλος πάντων, τους βάζει γρήγορα γρήγορα κάτι να φάνε, τους δίνει και νερό και εκείνη την ώρα, ακούει την πόρτα του πύργου να τρίζει…Ήταν η ώρα που επέστρεφαν οι γιοι της. Τι να κάνει, τι να κάνει, τα κρύβει κάτω από το τζάκι. <<Κρυφτείτε>>, λέει <<και μόλις τους ταΐσω, θα πάνε να κοιμηθούν γιατί είναι κουρασμένοι. Τότε θα σας αφήσω να φύγετε>>.
Έρχονται οι δράκοι κουρασμένοι, πλυθήκανε, η μάνα ετοίμασε το τραπέζι, να τους ταΐσει. Μόλις μπήκανε στην κουζίνα, τραβούσαν την μύτη τους, από τις μυρουδιές. <<Μάνα, ανθρώπινο κρέας μυρίζει. Ποιος ήρθε εδώ πέρα;>> Λέει αυτή: <<Κανένας, παιδάκια μου, δεν ήρθε, κανένας.>>Έφαγαν, λοιπόν, οι δράκοι, πήγαν και ξαπλώσανε.
Η Μαρία όμως που ήταν πιο έξυπνη, τι έκανε; Λέει στον Νικόλα: << Οι δράκοι κοιμηθήκανε, να βγούμε έξω.>>Βγήκε πρώτη από την κρυψώνα της, την βλέπει ένας δράκος τόσο όμορφη, την παίρνει και την κλειδώνει μέσα στο χρυσό δωμάτιο! Την κλείνει μέσα και της λέει: << Εγώ θα σε ποτίζω, εγώ θα σε ταΐζω, αλλά δεν θα σε αφήσω να πας στην μαμά σου. Θα σε μεγαλώσω και θα σε παντρευτώ.>> Η Μαρία φώναζε, έκλαιγε, αυτός τίποτα , την κλείδωσε εκεί! Πήρε μετά το χρυσό κλειδί και το έβαλε στην τσέπη του.
Ο Νικόλας τώρα δεν μπορούσε να φύγει. Πού να πάει χωρίς την Μαρία! Τέλος πάντων λοιπόν κατεβαίνει στο σπίτι του, βρίσκει την μάνα του, της λέει: <<Αυτό κι αυτό πάθαμε! Περάσαμε από τον πύργο πιάσανε οι σαράντα δράκοι τη Μαρία και την κλειδώσανε. Θέλω να πας στο φαρμακείο και να μου πάρεις υπνωτικό. Θα πάω να την ελευθερώσω, δε θα την αφήσω στα χέρια τους.
Παίρνει ο Νικόλας το υπνωτικό, ξανάπαει στον πύργο. Η μάνα όμως των δράκων, που ήταν καλή και ήθελε να ελευθερώσει το κοριτσάκι, του λέει: <<Μη φοβάσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω. Μόνο να προσέχεις, να κρύβεσαι μην σε δουν οι γιοι μου, γιατί θα σε ψήσουν και μετά θα μεγαλώσουν τη Μαρία.>>Την ώρα που βγήκε να πιάσει ξύλα η γριά, όπως ήταν ανοιχτό το καζάνι, Ο Νικόλας ρίχνει μέσα το υπνωτικό και άρχισε αυτό να μαγειρεύεται με το φαγητό!
Σερβίρει στους γιους της το μεσημέρι η γριά, πάνε αυτοί και πέφτουν στα κρεβάτια τους και οι σαράντα,…ξεροί! Πάει, τότε, ο Νικόλας, παίρνει το χρυσό κλειδί από την τσέπη του αρχηγού, του μεγάλου αδερφού των δράκων, που τον βαστούσε, τρέχει, ανοίγει την κάμαρη και βγάζει έξω την Μαρία!…Την παίρνει, φεύγουν γρήγορα από τον πύργο των σαράντα δράκων και πάνε σπίτι τους. Όταν τους είδαν οι γονείς τους, έκαμαν χαρές κα πανηγύρια. Κι όπως ήταν συνήθειο εκείνα τα χρόνια, να αρραβωνιάζουν από μικρά τα παιδιά, επειδή ο Νικόλας έσωσε την Μαρία, τα αρραβώνιασαν και είπαν: <<Όταν θα μεγαλώσουν θα τους παντρέψουμε>>
Και μεγάλωσαν, παντρευτήκανε και ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια σε ένα χωριό και είχε ένα παλικαράκι. Δίπλα τους έμενε μια άλλη οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα παιδιά μεγαλώνανε μαζί, πήγαιναν στο σχολείο μαζί, παίζανε μαζί, γράφανε μαζί, ήταν αγαπημένα. Ήτανε το Νικολάκη και η Μαρία. Το κοριτσάκι ήταν τόσο όμορφο που την λέγανε <<πεντάμορφη>>. Κάθε Κυριακή, οι μαμάδες τους τα έντυναν με τα καλά τους, να πάνε στην εκκλησία.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, είπαν στους γονείς τους: << Εμείς θα πάμε στο βουνό, να μαζέψουμε ξυλάκια, να τα φέρουμε, να τα έχουμε για τις κρύες μέρες του χειμώνα και να ανάβουμε το τζάκι μας, να μην κρυώνουμε>>. Οι γονείς τους δεν ήθελαν να πάνε μόνα τους, γιατί εκεί κοντά σε ένα βουνό πάνω, ζούσαν σαράντα δράκοι! Όσους περνούσαν από εκείνο το μέρος, τους κατάφερναν, τους παίρναν στον πύργο, τους έβαζαν μέσα στο καζάνι, τους μαγείρευαν και τους τρώγανε. Τα παιδιά όμως επιμένανε και η μάνα και ο πατέρας τους είπαν: <<Καλά, να πάτε, αλλά να μην περάσετε ψηλά από το βουνό, όπου είναι ο πύργος με τους σαράντα δράκους, γιατί θα σας φάνε!>>. Τα παιδιά διαβεβαίωσαν ους γονείς τους, ότι δεν θα περάσουν από εκεί.
Ξεκινάνε λοιπόν, το πρωί, πάνε στο βουνό, μαζεύουν τα ξυλαράκια, τα ετοιμάζουν αλλά, σαν παιδιά που ήταν, είχαν την περιέργεια να δουν, πως ήταν ο πύργος με τους σαράντα δράκους! Φτάνουν έξω από τον πύργο κα ι ο Νικόλας λέει της Μαρίας: << Να χτυπήσουμε την πόρτα, να μας δώσουν λίγο νεράκι;>> Χτύπησε λοιπόν την πόρτα κι ανοίγει η μάνα δράκαινα. Σαν μάνα που ήταν, ήταν πολύ καλή γυναίκα.
<< Τι θέλετε>>, τους λέει, <<παιδιά μου εδώ;>> Ούτε πουλί πεταμένο δεν έρχεται εδώ όχι εσείς που είστε παιδάκια! Τι θέλετε;>><<Πήγαμε, μαζέψαμε ξυλαράκια και θέλουμε λίγο νεράκι να πιούμε>>. << Ελάτε γρήγορα, γρήγορα, να σας δώσω νεράκι, να το πιείτε και αμέσως να φύγετε γιατί θα ‘έρθουν τα παιδιά μου, οι σαράντα δράκοι. Και αυτοί μόλις έρχονται κοντά, τρίζει η γη, τρίζουν τα βουνά! Είναι κακοί! Σφάζουν τα παιδάκια, τους ανθρώπους και τους τρώνε!>>
Τέλος πάντων, τους βάζει γρήγορα γρήγορα κάτι να φάνε, τους δίνει και νερό και εκείνη την ώρα, ακούει την πόρτα του πύργου να τρίζει…Ήταν η ώρα που επέστρεφαν οι γιοι της. Τι να κάνει, τι να κάνει, τα κρύβει κάτω από το τζάκι. <<Κρυφτείτε>>, λέει <<και μόλις τους ταΐσω, θα πάνε να κοιμηθούν γιατί είναι κουρασμένοι. Τότε θα σας αφήσω να φύγετε>>.
Έρχονται οι δράκοι κουρασμένοι, πλυθήκανε, η μάνα ετοίμασε το τραπέζι, να τους ταΐσει. Μόλις μπήκανε στην κουζίνα, τραβούσαν την μύτη τους, από τις μυρουδιές. <<Μάνα, ανθρώπινο κρέας μυρίζει. Ποιος ήρθε εδώ πέρα;>> Λέει αυτή: <<Κανένας, παιδάκια μου, δεν ήρθε, κανένας.>>Έφαγαν, λοιπόν, οι δράκοι, πήγαν και ξαπλώσανε.
Η Μαρία όμως που ήταν πιο έξυπνη, τι έκανε; Λέει στον Νικόλα: << Οι δράκοι κοιμηθήκανε, να βγούμε έξω.>>Βγήκε πρώτη από την κρυψώνα της, την βλέπει ένας δράκος τόσο όμορφη, την παίρνει και την κλειδώνει μέσα στο χρυσό δωμάτιο! Την κλείνει μέσα και της λέει: << Εγώ θα σε ποτίζω, εγώ θα σε ταΐζω, αλλά δεν θα σε αφήσω να πας στην μαμά σου. Θα σε μεγαλώσω και θα σε παντρευτώ.>> Η Μαρία φώναζε, έκλαιγε, αυτός τίποτα , την κλείδωσε εκεί! Πήρε μετά το χρυσό κλειδί και το έβαλε στην τσέπη του.
Ο Νικόλας τώρα δεν μπορούσε να φύγει. Πού να πάει χωρίς την Μαρία! Τέλος πάντων λοιπόν κατεβαίνει στο σπίτι του, βρίσκει την μάνα του, της λέει: <<Αυτό κι αυτό πάθαμε! Περάσαμε από τον πύργο πιάσανε οι σαράντα δράκοι τη Μαρία και την κλειδώσανε. Θέλω να πας στο φαρμακείο και να μου πάρεις υπνωτικό. Θα πάω να την ελευθερώσω, δε θα την αφήσω στα χέρια τους.
Παίρνει ο Νικόλας το υπνωτικό, ξανάπαει στον πύργο. Η μάνα όμως των δράκων, που ήταν καλή και ήθελε να ελευθερώσει το κοριτσάκι, του λέει: <<Μη φοβάσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω. Μόνο να προσέχεις, να κρύβεσαι μην σε δουν οι γιοι μου, γιατί θα σε ψήσουν και μετά θα μεγαλώσουν τη Μαρία.>>Την ώρα που βγήκε να πιάσει ξύλα η γριά, όπως ήταν ανοιχτό το καζάνι, Ο Νικόλας ρίχνει μέσα το υπνωτικό και άρχισε αυτό να μαγειρεύεται με το φαγητό!
Σερβίρει στους γιους της το μεσημέρι η γριά, πάνε αυτοί και πέφτουν στα κρεβάτια τους και οι σαράντα,…ξεροί! Πάει, τότε, ο Νικόλας, παίρνει το χρυσό κλειδί από την τσέπη του αρχηγού, του μεγάλου αδερφού των δράκων, που τον βαστούσε, τρέχει, ανοίγει την κάμαρη και βγάζει έξω την Μαρία!…Την παίρνει, φεύγουν γρήγορα από τον πύργο των σαράντα δράκων και πάνε σπίτι τους. Όταν τους είδαν οι γονείς τους, έκαμαν χαρές κα πανηγύρια. Κι όπως ήταν συνήθειο εκείνα τα χρόνια, να αρραβωνιάζουν από μικρά τα παιδιά, επειδή ο Νικόλας έσωσε την Μαρία, τα αρραβώνιασαν και είπαν: <<Όταν θα μεγαλώσουν θα τους παντρέψουμε>>
Και μεγάλωσαν, παντρευτήκανε και ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.